- χοοπλάστης
- χοο-πλάστης, ου, ὁ, (χοῦς B)A one who forms of earth, PMag.Par.1.3047.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοοπλάστης — και χουοπλάστης, ου, ὁ, Α αυτός που πλάθει έργα από πηλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (ΙΙ) «χώμα» + πλάστης (πρβλ. κεραμο πλάστης)] … Dictionary of Greek
χοοπλαστώ — έω, Α [χοοπλάστης] πλάθω από χώμα, από πηλό … Dictionary of Greek
χουοπλάστης — ὁ, Α βλ. χοοπλάστης … Dictionary of Greek